- ούκουν
- οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α)επίρρ.1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ' ἐν Ἄργει γ' οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.)2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ σου... εἰ τοῡτο λέγεις», Ξεν.)3. (με συμπερ. σημ.) συνεπώς δεν («οὔκον οἶδα», Πλάτ.)4. (σε ερωτήσεις) λοιπόν δεν;, ε, λοιπόν δεν; («οὔκουν ἐγώ σοι ταῡτα προύλεγον πάλαι;», Σοφ.)5. (σε απόκριση που δίνεται με αφορμή επιχείρημα τού προηγούμενου ομιλητή) και ύστερα από αυτό δεν...; («οὔκουν ὅμαιμος χὠ καταντίον θανών; Σοφ.)6. φρ. (στους ιων. πεζογράφους) οὐκ ὦνοπωσδήποτε δεν («ταῡτα λέγοντες, τοὺς Κροτωνιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐκ + οὖν].
Dictionary of Greek. 2013.